- προσῳδίας
- προσῳδίᾱς , προσῳδίαsong sung to instrumental musicfem acc plπροσῳδίᾱς , προσῳδίαsong sung to instrumental musicfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσωδία — Το σύνολο των γλωσσικών φαινομένων των σχετικών με τον τόνο και την ποσότητα (βραχύτητα ή μακρότητα) των συλλαβών. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στη μετρική. Αντίθετα, στη σύγχρονη γλωσσολογία, με τον όρο π. εννοούμε το σύνολο των φωνητικών… … Dictionary of Greek
ГЕРОДИАН — • Herodiānus, Ήριωδιανός, 1. исторический писатель, родился, вероятно, в правление императора Марка Аврелия, ок. 170 г. от Р. X., и умер ок. 240 г. Обстоятельства его жизни малоизвестны. Он, вероятно, был родом грек, но жил в… … Реальный словарь классических древностей
αναχρονισμός — Η αναφορά ενός γεγονότος, όχι στον σωστό του χρόνο, αλλά σε άλλον. Αυτό γίνεται επίτηδες, για την εξυπηρέτηση κάποιου συγκεκριμένουσκοπού. Όταν π.χ. πούμε «Έρχομαι από τα Γιάννενα όπου ο Αλή πασάς κυβερνούσε τυραννικά» κάνουμε α., γιατί από το… … Dictionary of Greek
κλασικισμός — Αισθητική θεωρία η οποία υποστηρίζει ότι το αντικείμενο της τέχνης είναι μια παγκόσμια, αιώνια και αναλλοίωτη ιδέα του ωραίου. Το ωραίο, κατά την άποψη των υποστηρικτών της θεωρίας αυτής, προϋποθέτει την ύπαρξη ρυθμού, μέτρου και ήρεμης… … Dictionary of Greek
μαρκάτο — το μουσ. όρος προσωδίας που σημαίνει ότι οι φθόγγοι πρέπει να εκτελεστούν διακεκριμένοι μεταξύ τους και με ισχυρό τονισμό … Dictionary of Greek
σύζευξη — η / σύζευξις, εύξεως, ΝΑ [συζεύγνυμι / συζευγνύω] 1. ένωση με γάμο, γάμος, παντρειά, πάντρεμα 2. (για πράγμ.) στενή σύνδεση, συνένωση, συναρμογή νεοελλ. 1. βιολ. συνάντηση και σεξουαλική επαφή μεταξύ δύο ατόμων διαφορετικού φύλου προκειμένου να… … Dictionary of Greek
ωθώ — ὠθῶ, έω, ΝΜΑ 1. μεταδίδω κίνηση σε ένα σώμα, σπρώχνω, σκουντώ (α. «ο άνεμος ωθεί το πλοίο» β. «ὦσαι ἑαυτὸν εἰς τὸ πῡρ», Ηρόδ.) 2. μτφ. προτρέπω, παροτρύνω, παρακινώ αρχ. 1. αποσπώ βίαια («ἐκ μηροῡ δόρυ ὦσε», Ομ. Ιλ.) 2. (σχετικά με θύρα) ανοίγω… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
Ηρακλείδης — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ηγεμόνας των Ελλήνων που κατοικούσαν στα Μύλαδα της Καρίας (αρχές 6ου – μέσα 5ου αι. π.Χ.). Όταν έγινε η επανάσταση των ιωνικών πόλεων το 489 π.Χ, ο Η. τέθηκε επικεφαλής των επαναστατών, κυρίευσε την οδό προς τα… … Dictionary of Greek
Ηρωδιανός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Δάσκαλος της ρητορικής (2ος αι. π.Χ.). Ήταν συγγραφέας της πραγματείας Περί σχημάτων. Το έργο εκδόθηκε από τον Σπένγκελ στη συλλογή Έλληνες ρήτορες, χωρισμένο σε τρία άνισα μέρη. Στο πρώτο γίνεται λόγος για τα εν… … Dictionary of Greek